θερμοκέφαλος

θερμοκέφαλος
η , ο [ος, ον] 1. горячий, вспыльчивый, раздражительный;
2. (ο ) перен. горячая голова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θερμοκέφαλος" в других словарях:

  • θερμοκέφαλος — η, ο ο ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ευ κέφαλος, πολυ κέφαλος. Η λ. μαρτυρείται στον Ιω. Καρασούτσα] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκέφαλος — η, ο θερμόαιμος, ευέξαπτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»